ΠΕΡΙ ΠΟΛΛΩΝ ΚΑΙ ΤΙΝΩΝ ΑΛΛΩΝ - AFTER ALOSIN ALLOFRON ΕΝΝΙΟΤΕ ΚΑΙ ΑΦΡΩΝ

        Αγίου Παϊσίου Αγιορείτου Βιβλία και «Λόγοι»

2/3/14

«As Good As It Gets» - «Καλύτερα δεν γίνεται»

  

As Good As It Gets – «Καλύτερα δεν γίνεται» - ταινία του 1997.

Ο Jack Nicholson και η Helen Hunt
πήραν το βραβείο
Α' Ανδρικού και Α' Γυναικείου Ρόλου (1998) αντίστοιχα.
Προϋπολογισμός: 50.000.000 δολάρια.
Εισπράξεις στην Αμερική: 148.400.000 δολάρια.
Παγκόσμιες εισπράξεις: 314.00.000 δολάρια.

Ο Γιουντάλ (Jack Nicholson), καταξιωμένος συγγραφέας, ζει στη Νέα Υόρκη. Εγωκεντρικός, νευρωτικός, ανυπόφορος, κλεισμένος στον εαυτό του, κυνικός, ρατσιστής, μανιακός με την καθαριότητα, μισάνθρωπος. Η καθημερινότητα του είναι γεμάτη ψυχαναγκαστικές συνήθειες … κλειδώνει 5 φορές, ανοιγοκλείνει τα φώτα 5 φορές, πετάει τα γάντια του κάθε φορά που επιστρέφει σπίτι, πλένει τα χέρια του με καινούργιο σαπούνι κάθε φορά, όταν περπατάει στο δρόμο δεν θέλει να τον ακουμπήσει κανείς και δεν πρέπει να πατήσει τους αρμούς από τις πλάκες των πεζοδρομίων … Με την αντικοινωνική του συμπεριφορά, εκνευρίζει τους γείτονές του και όλους όσους έρχονται σε επαφή μαζί του. Τρώει πρωινό στο ίδιο τραπέζι, στο ίδιο εστιατόριο κάθε μέρα χρησιμοποιώντας πλαστικά μαχαιροπίρουνα τα οποία φέρνει μαζί του εξαιτίας της μικροβιοφοβίας του.

Ο Σάιμον (Greg Kinnear), ζωγράφος, ομοφυλόφιλος, κατοικεί στο διπλανό διαμέρισμα και έχει ένα σκυλάκι τον Βερντέλ.

Ο Φράνκ (Cuba Gooding Jr.), ατζέντης του Σάιμον.

Ο Γιουντάλ απεχθάνεται και τον Σάιμον και το σκυλάκι του και φυσικά και τον μαύρο ατζέντη του τον Φράνκ.

Η Κάρολ (Helen Hunt), σερβιτόρα, η μόνη που δέχεται να σερβίρει τον Γιουντάλ.

Μετά από ένα ατύχημα που έχει ο Σάιμον, ο Γιουντάλ αναγκάζεται, επειδή φοβήθηκε τον Φράνκ, να κρατήσει το σκυλάκι του Σάιμον, τον Βερντέλ. Λόγω αυτής της αναγκαστικής συγκατοίκησης ζεστάθηκε λίγο η καρδιά του Γιουντάλ και ένιωσε τη χαρά της επικοινωνίας αρχικά έστω με το σκυλάκι.

Ο Σάιμον μετά το ατύχημα κινδυνεύει να χρεοκοπήσει, να χάσει ακόμη και το διαμέρισμα του. Χωρίς ιατρική ασφάλεια, με υπέρογκους ιατρικούς λογαριασμούς και την πιθανότητα της έξωσης, ο ατζέντης του Φρανκ τον πείθει να ταξιδέψει μέχρι τη Βαλτιμόρη και να ζητήσει από τους αποξενωμένους γονείς του χρήματα. Για να το κάνει, ο Φρανκ προσφέρει στον Γιουντάλ το αμάξι του για το ταξίδι. Ο Γιουντάλ αρχικά αρνείται κατηγορηματικά, αλλά τελικά δέχεται και προσκαλεί την Κάρολ να τους κάνει παρέα και για να μη νιώθει αμηχανία με τον ομοφυλόφιλο Σάιμον κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Η Κάρολ δέχεται.

Πλέον ο Γιουντάλ έχει ερωτευτεί την Κάρολ (τον κάνει να θέλει να γίνει καλύτερος), δεν μπορεί να επιστρέψει στον προηγούμενο τρόπο «ζωής» του και μπαίνει σε μια διαδικασία συνεχούς βελτίωσης εμπνεόμενος από τον έρωτα του. Φτάνει στο σημείο να φιλοξενήσει, για όσο θα χρειαστεί, τον χρεοκοπημένο Σάιμον.

Τελικά καταφέρνει, για χάρη της Κάρολ, να ξεπεράσει όλες τις ψυχαναγκαστικές του συνήθειες. Το πρώτο φάρμακο ήταν ο φόβος «αρχή σοφίας φόβος Κυρίου ...» (Παροιμίαι 9,10) και η θεραπεία ολοκληρώθηκε με τον έρωτα.

Αρχικά η ενσυναίσθηση και μετά ο έρωτας είναι το φάρμακο που θεράπευσε αυτόν τον εγωκεντρικό, αρρωστημένο ψυχισμό, που μέχρι πρότινος αγνοούσε και απεχθανόταν το βίωμα της ανθρώπινης επικοινωνίας και επαφής. Ο έρωτας συχνά γίνεται και φαρμάκι …

Ο Χριστός ήρθε και γεννήθηκε ως άνθρωπος, ένα αδύναμο βρέφος στη φάτνη της Βηθλεέμ για να μας φέρει το φάρμακο, για να μας γλυτώσει από το φαρμάκι, για να γίνει το φαρμάκι φάρμακο ...

Όταν ο Αδάμ και η Εύα έχαναν τον Παράδεισο, στην είσοδο Του μπήκε ένα Χερουβείμ που με τη φλογίνη ρομφαία δεν επέτρεπε την επιστροφή τους.

Υπάρχουν άνθρωποι ανάπηροι, σαν τον Γιουντάλ για τους οποίους ισχύει το, «Νοιώθω να με αγαπάνε άρα υπάρχω» (και για ποιόν δεν ισχύει άλλωστε …). Αυτοί, μόνο αν τους σηκώσει «ελικόπτερο», μόνο αν η φλογίνη ρομφαία του ανθρώπινου έρωτα, της διϋποκειμενικής αγάπης (της πεπτωκυίας μορφής της υποστατικής αγάπης του θείου έρωτα) τους πυρπολήσει την καρδιά, μόνο τότε «πετώντας» δύνανται να προχωρήσουν. Η φλογίνη ρομφαία μέχρι τον ερχομό του Χριστού εμπόδιζε την είσοδο στο παράδεισο. Ο Χριστός όμως την έδεσε και την έδωσε στα χέρια των Αλιέων, όσων τους δόθηκε η εξουσία του δεσμείν και λύειν αμαρτίες, έφερε την άφεση των αμαρτιών που είναι ακριβώς η πλημμύρα της καρδιάς με αγάπη, η αποκατάσταση στο αρχέτυπον κάλλος.

Οι Αλιείς μιλάνε αλιευτικώς. Δεν μιλάνε όμορφα ή έξυπνα αλλά αλιεύοντας, με το κατεξοχήν αγκίστρι, ανθρώπους. Το κατεξοχήν αγκίστρι είναι ο ανίκητος στις μάχες έρωτας. Με αυτό το δίκοπο μαχαίρι, με τη φλογίνη ρομφαία που ο Χριστός έδεσε, κόβουν και μοιράζουν τον Άρτο της Ζωής στις κοινωνίες των Εθνών. Η τελικά ορθή χρήση του έρωτα είναι ο θείος Έρωτας. Λόγω της κατάχρησής του έπεσε ο άνθρωπος, τρώγοντας το δένδρο της γνώσεως. Εκμεταλλευόμενος αυτή την αρρωστημένη λειτουργία του ανθρωπίνου έρωτα, που πλέον λατρεύει τα κτίσματα παρά τον Κτίστη, ο Αλιεύς γεμίζει με ιχθείς τα δίχτυα. Αυτό τον τρόπο (το δρόμο του κόλπου και όχι του κόπου) δυσκολεύονται να τον αποδεχτούν οι «εξ Ιουδαίων».

Οι προφήτες κήρυτταν μετάνοια και τον ερχομό του Μεσσία. Ο Χριστός κήρυξε μετάνοια και την έλευση της Βασιλείας του Πατέρα. Οι άγιοι κηρύττουν μετάνοια και πίστη στον Χριστό. Η δυνατότητα της θείας συνουσίας, της θέωσης, υπήρχε από τον Παράδεισο. Μετά την πτώση δυσκόλεψαν τα πράγματα. Με την ενανθρώπηση ο Θεάνθρωπος έδεσε την φλογίνη ρομφαία που έφραζε την είσοδο για την επιστροφή στον Κήπο της Εδέμ. Ο Ωσηέ από τα βάθη των αιώνων φωνάζει: «έλεος θέλω και ου θυσίαν». Η φλογίνη ρομφαία του έρωτα δεμένη στο κατάρτι του Σταυρού του Χριστού επιτρέπει στους θνητούς να ξαναμπούν στο Παράδεισο, και τους προσφέρει τον θείο έρωτα, τη θεία συνουσία. Ο δρόμος της αγάπης, χάρη στον Ιησού Χριστό θα είναι πάντα ανοιχτός όσο και αν προσπαθούν οι φονταμενταλιστές των θυσιών να τον κρύβουν. Έλεος θέλει ο Χριστός και όχι θυσίες και ολοκαυτώματα. Και όταν ο άνθρωπος ανελέητα πετάξει την ζωή του στα πόδια του Μεσσία, του Ερχόμενου μετά δόξης, τότε σαν τον ληστή και σαν την πόρνη που άλειψε με μύρο τα πόδια του Ιησού, κερδίζει πάραυτα κι αυτοστιγμή, κερδίζει τα μεγάλα χαρίσματα «ζήτησε με θράσος, χωρίς δισταγμό, κι ας είσαι τιποτένιος και πολύ αδύναμος και θα λάβεις τα μεγάλα χαρίσματα» («με’. … Αίτησον τοιγαρούν ανενδότως και αδιστάκτω τη γνώμη, κάν ευτελής υπάρχης κατά την ενάρετον πολιτείαν και πάνυ αδύναμος και υπέρ την αξίαν, και λήψη τα μεγάλα» [ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ τόμ Α’, σ. 284, Ιωάννου Καρπαθίου, ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΕΝ ΤΗ ΙΝΔΙΑ ΜΟΝΑΧΟΥΣ]), κερδίζει προς μεγάλη ανησυχία και ζήλια των αχθοφόρων φαρισαίων, την άφεση των αμαρτιών, την άνθιση της αγάπης, τη λειτουργία της καρδιάς που η πτώση την κατέψυξε, ακόμη και τη θεραπεία του σαρκίου, κερδίζει τον Χριστό «ζουμερό» μέσ' στη καρδιά του.

Το κήρυγμα της Εκκλησίας ήταν και θα είναι μωρία, χαζομάρα, μια ταπεινή λεξούλα: η λέξη, μετάνοια. Όταν ο θνητός καταδέχεται να κλείνει τον υπέροχο βιολογικό επεξεργαστή που κατοικοεδρεύει εντός των μετωπιαίων και βρεγματικών οστών, μέσα στο καύκαλο του κρανίου, όταν ο θνητός δέχεται να χάσει, να αρνηθεί τον πλούτο των γνώσεων, απόψεων, δεδομένων, κάθε ιδεολογία, κάθε ηθική, την γνώση του καλού και του κακού, όταν ο θνητός μετανοεί και στρέφεται με πίστη προς τον Ιησού Χριστό τότε η πτώση θεραπεύεται κι έρχεται η ανάσταση. Όπως τονίζει ο αββάς Αλώνιος: «εάν θέλη ο άνθρωπος από πρωί έως οψέ έρχεται εις μέτρον θείον» (ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ τομ. Α’ σελ. 37). Όμως δεν μας αφήνει η μαγκιά να κάνουμε την κίνηση τη ζωογόνο. Αγωνιζόμαστε με νύχια και με δόντια να κρατηθούμε όρθιοι στο ύψος των περιστάσεων ... Θεοποιούμε την πανοπλία που ασφυκτικά μας πνίγει και υβρίζουμε τον Δημιουργό θεωρώντας ότι Αυτός μας χάρισε αυτό το βάσανο, ετούτο τον μπελά τον σιδηρόφρακτο που το μόνο που ξέρει είναι να σκοτώνει τη ζωή. Θεοποιούμε τη φυλακή και ριχνόμαστε με όλο μας το μεράκι στον εξωραϊσμό της για να ξεχάσουμε ότι πρόκειται για φυλακή, για να ξεχάσουμε ότι για να ζήσουμε τη ζωή μας οφείλει να γκρεμιστεί κι αυτός ο άδης, των αισθήσεων και του μυαλού ο σκοτασμός.

Το κήρυγμα της Εκκλησίας είναι η μετάνοια. Η μετάνοια επιτρέπει στον θνητό να πετάξει τα μπάζα που συσσώρευσε η δια των πέντε αισθήσεων περιπλάνηση στην υλική αμεσότητα. Η μετάνοια επιτρέπει στον θνητό να μετατρέψει τον εγκέφαλο του σε ένα εύχρηστο και πανίσχυρο βιολογικό επεξεργαστή που θα λειτουργεί για να μοιράζει τον Άρτο της ζωής κι ανά πάσα στιγμή θα δύναται να κλείνει, όταν αναδύονται ξενόφερτα και τρέχουν στοιχειωμένα, φρικιαστικά, καταθλιπτικά, αγχοποιητικά, τρελά «προγράμματα». Η μετάνοια επιτρέπει στην φυλακισμένη στο σιδηρούν πολύπλοκο και μολυσμένο προσωπείο, απλή και αφελή, απαλή, τρυφερή, ανθρώπινη προσωπικότητα να ελευθερωθεί. Η μετάνοια επιτρέπει στην αντλία, στη καρδιά, να δύναται να δουλεύει σε τρελούς ρυθμούς χωρίς να κινδυνεύει ο φορέας της να πάθει εγκεφαλικό ή ότι άλλο. Η μετάνοια δυναμώνει τα φτερά του έρωτα και απογειώνει τον θνητό ελεύθερο από εγωτικές εμμονές. Η μετάνοια γεμίζει την καρδιά με αγάπη, κάμνει την αγάπη κέντρο και καρδιά της ζωής του ανθρώπου.

Ο Χριστός ήρθε για να θεραπεύσει τους ανθρώπους από την ανάγκη να θρησκεύουν. Ήρθε για να μας ελευθερώσει από την νευροβιολογική ασθένεια της θρησκείας. Ήρθε για να νικήσει τον θάνατο, για να προσφέρει ζωή, για να προσφέρει αιώνια στην ποιότητά της ζωή, άφθαρτη, αστείρευτη, που δεν τελειώνει. Ήρθε για να προσφέρει στους θνητούς τη φλόγα του Προμηθέα που νικάει τα σκοτάδια τα ανέραστα του άδη. Ήρθε για να θεραπεύσει τον κάθε «Γιουντάλ» ζεσταίνοντας τη παγωμένη του καρδούλα. Ήρθε για να υπάρχει η δυνατότητα να γεννηθεί στην καρδιά κάθε ταλαίπωρου θνητού κατοίκου του γαλάζιου μας πλανήτη.


«Τι κι αν είμαι ομορφάνδρας και υπέρλαμπρος αστέρας,
αυτή είν’ η πεντάμορφη κι εγώ είμαι το τέρας»

Ερωτευόμαστε κάποιον «φωτεινό» συνάνθρωπό μας. Το ζήτημα είναι πώς να γίνει, ώστε, να μην γίνει ο βιωθείς έρωτας αφορμή για ολοκληρωτική πυρκαγιά που θα αναλώσει κάθε διαθέσιμη καύσιμη ύλη και θα μετατρέψει τον υπέρλαμπρο σούπερ νόβα σε μαύρη τρύπα, φίλαυτη καταβόθρα που όλους κι όλα ρουφά και θυσιάζει στο βωμό του υπερφίαλου «εγώ». Πώς να μην πληγωθώ, είτε λόγω της εκ του αναδυόμενου εγωισμού ψύχρανσης, είτε λόγω κάποιας ερωτικής απογοήτευσης, είτε λόγω άκαιρων, άνευ καρδιακού βιώματος επιλογών, που θα «απομυθοποιήσουν» το μεγαλείο –της φλογίνης ρομφαίας, της στρεφομένης και υπό του Χριστού πλέον δεμένης– του ανθρώπινου έρωτα. Ο ανθρώπινος έρωτας είναι η στάχτη η ποτισμένη με πετρέλαιο που βοηθάει στο άναμμα της φωτιάς στο τζάκι. Η ποτισμένη με πετρέλαιο σκόνη όμως όταν καίγεται βρωμάει, γεμίζει το δωμάτιο πνιγηρή πετρελαιομπόχα. Αν ο θνητός παραμείνει και απολυτοποιήσει αυτή τη καύση θα πνιγεί στο καυσαέριο. Αν φοβηθεί τη μπόχα, θα μείνει με τακτοποιημένα τα ξύλα στο τζάκι, όμως, χωρίς φωτιά και ζεστασιά στο πολικό ψύχος της βαρυχειμωνιάς του παρόντος αιώνος, με παγωμένη την καρδιά, παγωμένο βασιλόπουλο στα παλάτια της βασίλισσας του χιονιού, μέχρι κάποια αιθέρια, γλυκιά πριγκίπισσα να το φιλήσει … αν και πότε.

Οι περισσότεροι συνάνθρωποι κάηκαν σε κάποια τους επαφή με το ουράνιο πυρ του ανθρώπινου έρωτα και πλέον «ωρίμασαν» και «ζουν» απελπισμένοι και ξενέρωτοι, «τρεφόμενοι» από το κυνήγι της ηδονής, του χρήματος ή της δόξας, ή εγκλωβισμένοι στη φαντασίωση του ειδωλοποιημένου πρώτου μεγάλου έρωτα μηρυκάζουν τα αποκαΐδια του. Ζόμπι, ρουφούν το αίμα άλλων άτυχων πλησίον συνανθρώπων. Ο ανθρώπινος έρωτας, πάνω στην κορύφωσή του, όταν έχει συναισθηματικό-καρδιακό υπόβαθρο, δίνει στον θνητό την πολύ χρήσιμη κι ωφέλιμη εμπειρία της παρθενίας! Δηλαδή την έκσταση από το όποιο «εγώ», από τις μέριμνες και όλες τις αιχμαλωσίες της καρδιάς, σε λογισμούς, πρόσωπα ή καταστάσεις, ιδεολογίες, αντιλήψεις, απόψεις, αξίες, θελήματα. Γενικώς αποδομεί την δήθεν τάχα σπουδαία ανθρώπινη προσωπικότητα. Για αυτό και συχνά κάποιοι, που αλόγιστα παίζουν με την φωτιά του, τρελαίνονται, «χάνουν τα μυαλά» τους. Πάνω στον παροξυσμό τους οι εραστές βιώνουν την παρθενία της συνείδησης. Ζουν μόνο ο ένας για τον άλλο. Τα πάντα χάνονται από το οπτικό πεδίο της συνείδησής τους. «Εσύ κι εγώ μόνοι πάνω στη γη»! Σπαν τα φρένα που συγκροτούν την προσωπικότητα, λύνονται τα γκέμια του «εγώ». Δεν χάνεται η συνειδητότητα, αλλά το, «σκέφτομαι άρα υπάρχω», «είμαι “γαύρος” άρα υπάρχω», «έχω –μερσεντές, εξοχικό, πισίνα, σπίρτο, οδοντογλυφίδα, καρφίτσες– άρα υπάρχω», «είμαι ομορφάνδρας άρα υπάρχω». Μετά από αυτή την λυτρωτική αποδόμηση δύναται πλέον ο θνητός να τραγουδήσει με τα Ημισκούμπρια: «τι κι αν είμαι ομορφάνδρας και υπέρλαμπρος αστέρας, αυτή είν’ η πεντάμορφη κι εγώ είμαι το τέρας»! Βέβαια αν αυτή η εμπειρία κατακλύσει άμαθο κορμί, πιθανόν, ο παθών να ζαλιστεί μέχρι εκστάσεως κι ν’ απομείνει ενεός, με «άδειο» το κεφάλι.

Αυτή η τόσο ανθρώπινη και δεδομένη εμπειρία όταν αξιοποιείται, γίνεται εφόδιο ζωής αιωνίου, γίνεται μαγιά που λύνει τα μάγια του κόσμου μας του ψεύτικου κι αλλοπαρμένου. Μπορεί να γλυτώσει τον θνητό από το καταθλιπτικό βάρος της καθημερινής πραγματικότητας, που, αν και δημιούργημα εγκεφαλικών διεργασιών, διεκδικεί θρασύτατα κύρος πραγματικής πραγματικότητας. Η κατάσταση αυτή της παρθενίας επιτρέπει στο Άγιο Αεράκι να πνεύσει στις καρδιές των φορέων της και να δώσει την απαραίτητη ώθηση στα ιστία του θνητού σαρκίου μετατρέποντάς το σε κιβωτό σωτηρίας. Κάπως έτσι αρχίζει η πορεία του χριστιανού που τελειωμό δεν έχει, που τέλος της είναι η πλήρης χριστοποίηση του πεπτωκότος, που τέλος της είναι η πλήρης χριστοποίηση όλων των απογόνων του Αδάμ κι όλης της κτίσης, άλογης και λογικής, που τέλος της είναι ο Χριστός, το Α και το Ω, ο Πρώτος και ο Έσχατος, ο Ων, ο Ην και ο Ερχόμενος.

Το ρεφρέν του τραγουδιού των ΗΜΙΣΚΟΥΜΠΡΙΑ: «Τι κι αν είμαι ομορφάνδρας και υπέρλαμπρος αστέρας, αυτή είν’ η πεντάμορφη κι εγώ είμαι το τέρας» είναι ο ορισμός του έρωτα. Ο «αστέρας» γνωρίζει ότι είναι «ομορφάνδρας» και «υπέρλαμπρος αστέρας» αλλά παρόλα αυτά επιτρέπει σ’ ΑΥΤΗ να είναι η ΠΕΝΤΑΜΟΡΦΗ σε σημείο που να βλέπει τον εγνωσμένης αξίας ΕΑΥΤΟ του ως ΤΕΡΑΣ. Για να υπάρξουν αυξημένες πιθανότητες να συμβεί το πέταγμα του φτερωτού θεού πρέπει ο θνητός να επιτρέπει στον εαυτό του να ταπεινώνεται. Αν κάποιος είναι ορκισμένος λάτρης της αυτού μεγαλειότητος του ΕΑΥΤΟΥ του τότε δεν υπάρχει περίπτωση να επιτρέψει να του συμβεί η χημεία που αποδομεί τον ΕΑΥΤΟ και κάνει τον ΑΛΛΟ να φαντάζει πεντάμορφη, φωτεινή μορφή σε αντίθεση με τον πρώην υπέρλαμπρο εαυτό που πλέον μοιάζει με ΤΕΡΑΣ. Ο εγωισμός είναι το νερό το ξενέρωτο που σβήνει τη φλόγα του έρωτα.

Ημισκούμπρια
Η Πεντάμορφη και ο Αστέρας


Ο άνθρωπος είναι κατ’ εικόνα Θεού. Είναι εικόνα της Εικόνας του Θεού που είναι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Το ανθρώπινο κτιστό πρόσωπο όμως είναι μηδέν. Ένα ζωντανό μηδέν που δύναται να επιλέγει ανάμεσα στην ομορφιά και την ασχήμια, το Φως και το σκοτάδι. Δια της εκουσίου σταυρώσεως της ενδοσωματικής δια των αισθήσεων δήθεν ζωής, δια της εκουσίου νεκρώσεως κάθε τάχα μου προσωπικής του ζωής, δια της εκουσίου ταφής, δια της επανόδου εις το μηδέν, ο άνθρωπος αληθεύει διότι αναγνωρίζει την οντολογική του μηδαμινότητα, γίνεται ρεαλιστής, αναγνωρίζει ότι στον πυρήνα του είναι Ούτις, Κανένας, ότι έν οίδα ότι Ουδέν οίδα, ότι είναι μηδέν. Όντας μηδέν το ανθρώπινο πρόσωπο είναι χωρητικό του Χριστού. Όταν ο θνητός αληθεύει, όταν επιστρέφει στο καθαρό μηδέν, εκούσια νεκρώνοντας το δήθεν ον που φαντασιώνεται ότι είναι ο περσοναλιστής, τότε γίνεται δεκτικός της εν αυτώ αναστάσεως του Αναστάντος. Τότε ο Πατέρας ανασταίνει τον Αναστάντα εν τη καρδία του εκουσίως νεκρωθέντος και ταφέντος οντολογικά αληθεύοντος θνητού, του «Ούτις», και πλέον γίνεται πραγματικότητα ο λόγος του απ. Παύλου «δεν ζω εγώ, αλλά ζει εν εμοί Χριστός».

Υπόσταση είναι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός και γίνονται όσοι θνητοί καταδεχθούν να αγωνισθούν για να γίνουν σύμμορφοι Αυτού. Όσοι θνητοί έχουν το θάρρος να αρνηθούν τη νόθα ταπείνωση που «δεν ζητάει πολλά …» και επιμένουν να θυμούνται ότι πλάστηκαν για να γίνουν θεοί και τίποτα λιγότερο! Μέσα στη σκοτεινή σπηλιά, στη καρδιά του καθενός μας ποθεί να γεννηθεί, να αναστηθεί, ο Υιός και Λόγος του Θεού. Ο Ερχόμενος, αυτός που έρχεται συνεχώς νυν και αεί, είναι η μοναδική όντως Υπόσταση του κόσμου μας, όλων των κόσμων, κάθε θνητού που τολμά να πιστέψει σε αυτό το μέγα θαύμα. Αυτός μόνο έχει υποστατική αγάπη και όσοι αληθεύοντες «επιστρέφοντες εις το μηδέν γινόμεθα «ύλη», εξ ής ίδιον εις τον Θεόν ημών είναι να δημιουργή» (Αρχιμ. Σωφρόνιος ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ, Essex Αγγλίας 1992, σελ. 196), Του κάνουν χώρο να γεννηθεί στην καρδιά τους και δύνανται εν απολύτω ειλικρινεία και ρεαλιστικότητι να ομολογούν απλά «ζει μέσα μου ο Χριστός». Τότε μπορούμε να μιλάμε για υποστατική αγάπη. Τότε μπορούμε να πούμε ότι ο άνθρωπος έχει υποστατική αγάπη, γιατί τότε εν τη καρδία του πιστού ο Πατήρ έχει αναστήσει τον Αναστάντα και Ταφέντα και Σταυρωθέντα, Κύριο ημών Ιησού Χριστό.



  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
ΠΕΡΙ ΠΟΛΛΩΝ